Από: ΑΚΕΛ

Εισαγωγή Τουμάζου Τσιελεπή, νομικού–διεθνολόγου στη θεματική ενότητα: Πολιτική Ισότητα Vs Κυριαρχική Ισότητα

Εισαγωγή Τουμάζου Τσιελεπή, νομικού–διεθνολόγου στη θεματική ενότητα: Πολιτική Ισότητα Vs Κυριαρχική Ισότητα
Δημοσιεύθηκε: Οκτωβρίου 07, 2024-12:25 View: 5

Εισαγωγή Τουμάζου Τσιελεπή, νομικού–διεθνολόγου στη θεματική ενότητα: Πολιτική Ισότητα Vs Κυριαρχική Ισότητα

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΚΕΛ – ΑΡΙΣΤΕΡΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ «50 ΧΡΟΝΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΟ – ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ»

5 Οκτωβρίου 2024, Κτήριο ΘΟΚ

Κυρίες και κύριοι,

φίλες και φίλοι,

συντρόφισσες και σύντροφοι,

Ο τίτλος της δεύτερης θεματικής ενότητας δεν επιλέχθηκε τυχαία. Μπορεί να ηχεί αυστηρά ακαδημαϊκός αλλά στην πραγματικότητα αφορά άμεσα την ίδια τη βάση διαπραγμάτευσης και επίλυσης του πολιτικού μας προβλήματος και εξηγεί την παρατηρούμενη πρωτόγνωρη δυστοκία στην επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας.

Ως γνωστό, μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά η Τουρκία και ο κ. Τατάρ επανήλθαν μετά από είκοσι και πλέον χρόνια στη θέση για λύση δύο κρατών και θέτουν ως προϋπόθεση για επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας, την αποδοχή κυριαρχικής ισότητας και ίσου διεθνούς καθεστώτος της τουρκοκυπριακής πλευράς. Αυτή η θέση είναι απαράδεκτη, αφού στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με λύση δύο κρατών ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε δημιουργία της ομοσπονδιακής δομής με διαδοχή κράτους, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε σοβαρές παρενέργειες.

Η κυριαρχική ισότητα είναι μια από τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου όπως καθορίζεται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, στη Διακήρυξη για τις Αρχές του Διεθνούς Δικαίου, στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι και σε άλλα διεθνή ντοκουμέντα. Και ως τέτοια, ρυθμίζει σχέσεις μεταξύ ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών. Συνεπώς, αν γίνει αποδεκτή η κυριαρχική ισότητα, ακόμα και αν καταλήξουμε σε ομοσπονδιακή λύση, σε περίπτωση νέας απόσχισης ο νομικός του μέλλοντος θα αποφανθεί ότι η ομοσπονδία είχε δημιουργηθεί με διαδοχή κράτους και συνένωση δύο κυρίαρχων κρατών. Αυτό, μεταξύ άλλων σοβαρών παρενεργειών, αυξάνει κατακόρυφα τον κίνδυνο ευρείας διεθνούς αναγνώρισης και δεύτερου κράτους στο νησί έχοντας μάλιστα υπόψη το παράδειγμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Εκεί είχαμε τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Badinter (1991-1993) οι οποίες ουσιαστικά κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Δημοκρατίες που συναποτελούσαν την Γιουγκοσλαβία είχαν προϋπάρξει ως ανεξάρτητες οντότητες, και ως εκ τούτου η διάλυση της ομοσπονδίας οδηγούσε σε επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση.

Είναι για τους πιο πάνω λόγους που η κυριαρχική ισότητα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι διάφορες νέες ιδέες που κατά καιρούς ακούμε, στην πραγματικότητα υποβαθμίζουν και προσπερνούν επικίνδυνα το πραγματικό περιεχόμενο της κυριαρχικής ισότητας. Ως εκ τούτου όχι μόνο δεν συμβάλλουν στη διάρρηξη του αδιεξόδου αλλά και ενθαρρύνουν τον κ.Τατάρ να εμμένει σε  θέσεις που καθιστούν ανέφικτη την επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Παραγνωρίζουν επίσης ότι μετά από δεκαετίες συζητήσεων, επιτεύχθηκε σύγκλιση μεταξύ Χριστόφια και Ταλάτ στο ζήτημα της κυριαρχίας: Μία, μόνη και αδιαίρετη κυριαρχία που εκπηγάζει ισότιμα από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους.

Όσον αφορά το ζήτημα του τρόπου δημιουργίας της ομοσπονδίας στην Κύπρο, μάς ταλαιπωρούσε για χρόνια στις διαπραγματεύσεις, αφού η ελληνοκυπριακή πλευρά επέμενε στη θέση για συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας με μετεξέλιξη της πολιτειακής μας δομής από ενιαία σε ομοσπονδιακή, ενώ η τουρκοκυπριακή πλευρά,  σε συνένωση δύο κρατών. Τελικά, επιτεύχθηκε η χρυσή τομή με σύγκλιση Χριστόφια – Ταλάτ ότι δεν είναι απαραίτητο να καθοριστεί ρητώς ο τρόπος δημιουργίας του ομοσπονδιακού μοντέλου. Συμφωνήθηκε, όμως, η συνέχιση της συμμετοχής του ομοσπονδιακού κράτους σε διεθνείς οργανισμούς καθώς και η διατήρηση της ισχύος των διεθνών συνθηκών που έχουν συνομολογηθεί από το 1960. Επιπλέον, συμφωνήθηκε η ρητή απαγόρευση της απόσχισης. Στόχος ήταν να κατοχυρώσουμε τα τρία αυτά βασικά στοιχεία και από τη στιγμή που το επιτύχαμε δεν είχαμε ουσιαστικό λόγο να εμμένουμε σε μια αδιέξοδη συζήτηση για τον τρόπο δημιουργίας του ομοσπονδιακού μας μοντέλου.

Προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η θέση Τατάρ για κυριαρχική ισότητα, εκτός του ότι ακυρώνει την από δεκαετίες συμφωνημένη βάση διαπραγμάτευσης, ακυρώνει και δύο βασικές και πολύτιμες συγκλίσεις που αφορούν την κυριαρχία και το άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτήν ζήτημα του τρόπου δημιουργίας της ομοσπονδίας.

Όσον αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση που θέτει ο κ. Τατάρ για να δεχθεί επανέναρξη της διαπραγματευτικής διαδικασίας, δηλαδή την αναγνώριση ίσου διεθνούς καθεστώτος, και αυτή ακυρώνει τη συμφωνημένη βάση διαπραγμάτευσης, αφού ίσο διεθνές καθεστώς και μάλιστα πριν τη λύση, ουσιαστικά θα οδηγούσε σε αποδοχή ύπαρξης δύο κρατών στο νησί. Είναι ήδη συμφωνημένο ότι με τη λύση του Κυπριακού οι δύο συνιστώσες πολιτείες θα έχουν ταυτόσημες εξουσίες και αρμοδιότητες, περιλαμβανομένης της περιορισμένης δυνατότητας σύναψης διεθνών συμφωνιών καθώς και εκπροσώπησης σε ορισμένους διεθνείς θεσμούς, κάτι που συνηθίζεται σε αρκετά ομοσπονδιακά συστήματα. Συνεπώς, η θέση για ίσο διεθνές καθεστώς αποσκοπεί σε αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» και όχι σε κατοχύρωση δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Εντελώς διαφορετικό ζήτημα από την κυριαρχική ισότητα είναι η πολιτική ισότητα. Ενώ η πρώτη ρυθμίζει σχέσεις ανεξάρτητων κρατών, η δεύτερη ρυθμίζει τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Υπάρχει ο γνωστός ορισμός, από το Συμβούλιο Ασφαλείας, της πολιτικής ισότητας, από το 1991, ο οποίος επαναλαμβάνεται ανελλιπώς τόσο σε εκθέσεις του Γ.Γ. όσο και σε σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Προφανώς ο ορισμός αποσκοπούσε σε απάντηση προς τον τότε Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος απαιτούσε ίση συμμετοχή σε όλα τα ομοσπονδιακά όργανα καθώς και σε λήψη όλων των αποφάσεων με ομοφωνία. Αυτά, όμως, είναι βασικά γνωρίσματα συνομοσπονδίας και όχι ομοσπονδίας. Γι’ αυτό και ο ορισμός του ΟΗΕ ξεκαθάριζε ότι η πολιτική ισότητα δεν σημαίνει αριθμητική ισότητα ή ίση συμμετοχή σε όλα τα όργανα, ούτε λήψη όλων των αποφάσεων με ομοφωνία. Προσέξετε τη διατύπωση: «το όχι στην ίση συμμετοχή σε όλα τα όργανα» σημαίνει ίση συμμετοχή σε κάποια όργανα. Παρομοίως, το «όχι στη λήψη όλων των αποφάσεων με ομοφωνία» σημαίνει λήψη κάποιων αποφάσεων με ομοφωνία. Αφού πρώτα ο ορισμός του ΟΗΕ ξεκαθάριζε τι δεν σημαίνει η πολιτική ισότητα, στη συνέχεια ξεκαθάριζε και τι σημαίνει: αποτελεσματική συμμετοχή, εισάγοντας κάποια στοιχεία που συναντώνται σε πολλά ομοσπονδιακά συστήματα όπως, μεταξύ άλλων, αποτελεσματική συμμετοχή σε όλα τα όργανα και στις αποφάσεις, ίση συμμετοχή στην Άνω Βουλή (Γερουσία), ταυτόσημες αρμοδιότητες των δύο πολιτειών.

Ο ορισμός, βέβαια, καθόριζε το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου, μέσα από πολυετείς διαπραγματεύσεις – όπως ορθά διαπίστωσε ο ίδιος ο Γ.Γ. σε εκθέσεις του μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά- δώσαμε συγκεκριμένο περιεχόμενο στην αποτελεσματική συμμετοχή και, ουσιαστικά, καταλήξαμε σε πλήρη σύγκλιση. Μεταξύ άλλων, επιτεύχθηκε σύγκλιση για εκ περιτροπής προεδρία 2:1 με διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο, τουλάχιστον μία θετική ψήφο από κάθε κοινότητα στο Υπουργικό Συμβούλιο για όλες τις αποφάσεις, μία θετική ψήφο σε μικρό αριθμό οργάνων χαμηλής πολιτικής. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ΕΔΑΔ, με νομολογία του, επικαλείται σύσταση της Επιτροπής της Βενετίας προς τη Βοσνία να αντικαταστήσει την συλλογική προεδρία με εκ περιτροπής προεδρία όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και όχι από τον Πρόεδρο. Συνέστησε δηλαδή αυτό το οποίο εμείς είχαμε ήδη συμφωνήσει με τις συγκλίσεις που προανέφερα.

Η πολιτική ισότητα συνιστά την πιο πειστική απάντηση στην απαίτηση του κ. Τατάρ για κυριαρχική ισότητα. Εννοείται, βέβαια, ότι δεν θα είναι πειστική, αν δεν θα περιλαμβάνει ξεκάθαρα όλες τις συγκλίσεις στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ορθά ο Πρόεδρος αποδέχεται την πολιτική ισότητα όπως αυτή καθορίζεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά, όπως προανέφερα ο ορισμός καθορίζει το πλαίσιο και δεν θα μπορούσε να καθορίσει τι ακριβώς σημαίνει αποτελεσματική συμμετοχή. Αυτό έπρεπε να συμφωνηθεί από τις δύο κοινότητες και όντως καθορίστηκε με πολυετείς κόπους και μόχθους. Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι η Τουρκία, για να αποδεχτεί την κατάργηση των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων, καθώς και την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, έθετε ως όρο να συμφωνηθούν ταυτόχρονα και τα εσωτερικά ζητήματα, με επίκεντρο βέβαια την πολιτική ισότητα.

Η κορωνίδα της πολιτικής ισότητας είναι η εκ περιτροπής προεδρία με διασταυρούμενη και σταθμισμένη ψήφο καθώς και η μία θετική ψήφος για κάθε απόφαση του Υπουργικού. Αυτά πρέπει να λέγονται, πολύ περισσότερο αφού μετά το Κραν Μοντανά η πολιτική ισότητα δαιμονοποιήθηκε ως πολιτική ανισότητα που θα οδηγήσει σε αδιέξοδα και κατάρρευση, ως ρατσιστική εξίσωση του 80% με το 20%, μετατροπή του 4:1 σε 1:1 κ.ο.κ. Αυτά τα επιχειρήματα είναι μεν πειστικοφανή, αλλά κάθε άλλο παρά ευσταθούν. Η πολιτική ισότητα, πολλές φορές με διαφορετική ορολογία και περιεχόμενο, συναντάται σε όλα τα ομοσπονδιακά κράτη. Η πεμπτουσία της είναι το ότι εκτός από την ισότητα των πολιτών και τα ατομικά δικαιώματα, που ασφαλώς πρέπει να γίνονται σεβαστά, υπάρχουν και τα συλλογικά δικαιώματα, δηλαδή τα δικαιώματα εθνοτικών ή/και εδαφικών οντοτήτων. Αυτό άλλωστε υπάρχει διάχυτο και στο δικοινοτικό Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ενδεικτικά αναφέρω μερικά παραδείγματα. Στις ΗΠΑ ο Τραμπ εκλέγηκε με 3 εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από την Κλίντον. Το ίδιο έγινε όταν ο Μπους Τζούνιορ εκλέγηκε, σε βάρος του Αλ Γκορ. Μεταξύ άλλων, αυτή η εκ πρώτης όψεως αντιδημοκρατικό εκλογικό σύστημα εξηγείται από το γεγονός ότι μονοψήφιος αριθμός πολιτειών έχουν την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού.

Η Ζυρίχη με 1 εκατομμύριο 300.000 πληθυσμό, εκλέγει 2 Γερουσιαστές, όσους και το Ούρι με 75.000 πληθυσμό. Η αναλογία είναι 36:1   Η Καλιφόρνια, με 37 εκατομμύρια πληθυσμό, εκλέγει 2 Γερουσιαστές, όσους και το Ουαϊόμιγκ, με μισό εκατομμύριο πληθυσμό. Η αναλογία είναι 70:1. Στην Κένυα, για να εκλεγεί Πρόεδρος χρειάζεται τουλάχιστον 25% από τις μισές επαρχίες και στην Ινδονησία 20%. Στο Βέλγιο υπάρχει ίση συμμετοχή Φλαμανδών και Βαλόνων στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτές οι περιπτώσεις, ανάμεσα σε πολλές άλλες, καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς ότι ρυθμίσεις που άπτονται της πολιτικής ισότητας δεν συναντώνται πουθενά αλλού.

Διακηρυγμένη θέση του Προέδρου Χριστοδουλίδη είναι η συνέχιση των συνομιλιών από το σημείο που είχαν μείνει στο Κραν Μοντανά. Από όσα προανέφερα προκύπτει ότι αυτή η θέση είναι ορθή και επιβάλλεται να μένουμε συνεπείς σε αυτήν. Η ασπίδα και το δόρυ μας ενάντια στις απαράδεκτες θέσεις Τατάρ για κυριαρχική ισότητα, ίσο διεθνές καθεστώς κ.α., είναι οι συγκλίσεις για την κυριαρχία, την πολιτική ισότητα, τον τρόπο ίδρυσης της ομοσπονδίας, την απρόσκοπτη εφαρμογή των τριών βασικών ελευθεριών, το 4:1 στη ροή Ελλήνων και Τούρκων πολιτών και τόσα άλλα.

Το πλαίσιο Γκουτέρες, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις συγκλίσεις, αποσκοπεί στην επίλυση έξι βασικών πτυχών του Κυπριακού. Κατά γενική ομολογία, στο Κραν Μοντανά φθάσαμε σε απόσταση αναπνοής από την στρατηγική συμφωνία επί του πλαισίου, κάτι που θα καθιστούσε αναπόδραστη τη συνολική διευθέτηση. Ακούμε συχνά ότι αυτό το πλαίσιο είναι απλώς έξι επικεφαλίδες που πρέπει να τύχουν διαπραγμάτευσης. Ουδέν τούτου αναληθέστερον. Το πλαίσιο, πάντα σε συνδυασμό με τις συγκλίσεις, συνιστά την επίλυση των έξι βασικών θεμάτων. Ελάχιστες ήταν οι εκκρεμότητες του, τις οποίες και μόνον αυτές πρέπει να διαπραγματευτούμε και όχι να επανανοίγουμε συγκλίσεις και να επιλέγουμε τι μας αρέσει και τι όχι από αυτό το Πλαίσιο. Ακόμη και από μόνο του το γεγονός ότι το πλαίσιο, σε συνάρτηση με τον μηχανισμό εφαρμογής της λύσης – που υποβλήθηκε στο πολύκροτο δείπνο του Κραν Μοντανά –  καταργεί της εγγυήσεις και τα επεμβατικά δικαιώματα και προνοεί για ταχεία αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, με μόνη εκκρεμότητα τα αγήματα της ΕΛΔΥΚ και της ΤΟΥΡΔΥΚ, συνηγορεί υπέρ της αποδοχής του χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις.

Κανείς δεν γνωρίζει αν είναι εφικτό να επιστρέψει η Τουρκία στις ράγες του Κραν Μοντανά. Και ποτέ δεν θα το μάθουμε αν δεν τη δοκιμάσουμε. Η πρόταση του ΑΚΕΛ από το 2020, που εξακολουθεί να αγνοείται τόσο από τον τέως όσο και από τον νυν Πρόεδρο, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, γιατί όντως είμαστε στην ώρα μηδέν. Η πεμπτουσία της πρότασης είναι όχι μόνο να το λέμε, αλλά και να το εννοούμε κιόλας, ότι η διαπραγματευτική διαδικασία θα πρέπει να συνεχιστεί από εκεί που είχε μείνει, και να δώσουμε καλώς νοούμενα κίνητρα – πάντα χωρίς να ξεφεύγουμε από κόκκινες γραμμές – προκειμένου να συμφωνήσει η άλλη πλευρά σε αυτό. Σε διαφορετική περίπτωση θα ισχύσει ο μύθος του Σίσυφου: θα κατρακυλήσουμε από την κορυφή του βουνού στους πρόποδες και θα συζητούμε για άλλα πενήντα χρόνια, όταν πλέον ο πανδαμάτορας χρόνος και οι διαμορφούμενες πραγματικότητες θα έχουν επισφραγίσει την αμετάκλητη διχοτόμηση.

Adblock test (Why?)

Read this on ΑΚΕΛ